- μυογράφος
- οφυσιολ. αυτογραφική συσκευή που εγγράφει τις μυϊκές συστολές, αλλ. ηλεκτρομυογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myographe (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.